- έλκος
- Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες, κιρσούς, σύφιλη, λέπρα, φυματίωση κλπ. Τα κιρσώδη έ. εντοπίζονται συνήθως στο κατώτερο τρίτο των κάτω άκρων, λόγω διαταραχής της θρέψης των ιστών της περιοχής, που οφείλεται σε αλλοιώσεις της τοπικής αιματικής κυκλοφορίας· συχνή είναι η επιμόλυνση του έ., που δρα ανασταλτικά στη διαδικασία της επούλωσης. Τα έ. του κερατοειδούς μπορεί να οφείλονται σε ποικίλες παθήσεις του ματιού (τραύματα του κερατοειδούς, τράχωμα, κερατοειδίτιδα κ.ά.)· επίφοβες είναι οι ουλές που μπορεί να σχηματιστούν και προξενούν σκιερότητες του κερατοειδούς. Πρέπει να αναφερθεί, τέλος, ότι με τη μορφή έ. εμφανίζονται και ορισμένες νεοπλασίες του δέρματος.
γαστροδωδεκαδακτυλικό έ. Διαβρωτική βλάβη του βλεννογόνου ή και του υποβλεννογονίου και, σε σοβαρές περιπτώσεις, ολόκληρου του πάχους του τοιχώματος του στομάχου ή του δωδεκαδακτύλου. Και οι δύο αυτές εντοπίσεις του έ. έχουν την ίδια παθογένεια και εμφανίζουν μεγάλη ομοιότητα από άποψη συμπτωματολογίας και παθολογοανατομικής βλάβης· άλλα στοιχεία, όμως, εκτός από την εντόπιση, διαφοροποιούν το γαστρικό έ. από το δωδεκαδακτυλικό και έχουν μεγάλη σημασία για την επιλογή της θεραπευτικής αγωγής. Στην πρόκληση γαστροδωδεκαδακτυλικού έ. φαίνεται ότι υπερισχύουν οι ενδογενείς παράγοντες: ιδιοσυστασία, ψυχολογικό υπόστρωμα (ευσυγκινησία, νευρική υπερένταση), μειονεκτική παραγωγή γαστρικής βλέννας, ορμονικές διαταραχές, ένδεια βιταμινών κ.ά. Οι εξωγενείς παράγοντες που ευνοούν την ανάπτυξη του έ. είναι η κατάχρηση καπνού και οινοπνευματωδών ποτών, η συνήθεια να τρώγεται το φαγητό καυτό κ.ά. Ορισμένοι μελετητές υποθέτουν ότι το έ. προκαλείται από τοπική διαταραχή της αιματικής κυκλοφορίας, φλεγμονώδους ή νευρογενούς αιτιολογίας· άλλοι ερμηνεύουν την εμφάνιση του έ. ως αποτέλεσμα ενός τοπικού αλλεργικού φαινομένου, που προκαλεί ελάττωση της αντίστασης του γαστρικού βλεννογόνου έναντι του υδροχλωρικού οξέος και των πρωτεολυτικών ενζύμων του γαστρικού υγρού. Πάντως, αυτή η ελάττωση της φυσικής αντίστασης του βλεννογόνου είναι αποδεκτή ως παθογενετικός μηχανισμός δημιουργίας του έ., οποιοσδήποτε και αν είναι ο αιτιολογικός παράγοντας. Το έ. του στομάχου, λιγότερο συχνό από το γαστροδωδεκαδακτυλικό και συχνότερο στις γυναίκες, εμφανίζεται συνήθως στην τρίτη και τέταρτη δεκαετία της ζωής, με πόνο στο επιγάστριο τις πρωινές ώρες όταν το στομάχι είναι άδειο και δύο ή τρεις ώρες μετά τα γεύματα· η λήψη τροφής ή αλκαλικών καταπραΰνει τον πόνο. Τουλάχιστον στις αρχές της πάθησης, οι επώδυνες κρίσεις συμπίπτουν με τις εποχές άνοιξη και φθινόπωρο.
Το γαστρικό έ. εντοπίζεται κυρίως κατά μήκος του ελάσσονος τόξου και κατά την πυλωρική μοίρα του στομάχου.
Το δωδεκαδακτυλικό έ. εντοπίζεται συνήθως στον βολβό του δωδεκαδακτύλου· μπορεί να είναι πολλαπλό και συνοδεύεται από υπερχλωρυδρία, συχνότερα απ’ όσο το έ. του στομάχου. Ο πόνος στο δωδεκαδακτυλικό έ. ακολουθεί πιο πιστά το ωράριο των γευμάτων, με την έννοια ότι εμφανίζεται πριν από αυτά και αρκετές ώρες αργότερα, όταν το στομάχι είναι άδειο. Και το έ. του δωδεκαδακτύλου μπορεί να προκαλέσει βαριές αιμορραγίες και να διατρηθεί προς γειτονικά όργανα (πάγκρεας, χοληδόχος κύστη), αλλά οι αιμορραγίες είναι λιγότερο συχνές απ’ ό,τι στο έ. του στομάχου· εξαιρετικά σπάνια είναι η καρκινωματώδης εξαλλαγή. Παρ’ όλα αυτά, μια ελκωτική βλάβη πρέπει πάντα να διερευνάται για την πιθανότητα να αφορά ελκωτική μορφή γαστρικού καρκίνου.
Σε πολλές περιπτώσειςγαστροδωδεκαδακτυλικού έ. απομονώνεται το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού.
Η παρουσία γαστροδωδεκαδακτυλικού έ. πιθανολογείται βάσιμα από το ιστορικό των επώδυνων κρίσεων του ασθενούς· η διάγνωση γίνεται με την ακτινολογική εξέταση, αλλά όπως είναι δυνατόν το έ. του στομάχου να έχει ως πρώτη εκδήλωση αιμορραγία ή διάτρηση, έτσι υπάρχουν και έ. που δεν ανακαλύπτονται κατά την ακτινολογική εξέταση. Παρότι το γαστροδωδεκαδακτυλικό έ. αρχικά έχει μια περιοδικότητα συμπτωματολογίας και έτσι οι περίοδοι ηρεμίας θα μπορούσαν να θεωρηθούν για πολλούς λόγους ως ιάσεις (στην πραγματικότητα και η ακτινολογική εικόνα στις περιόδους ηρεμίας μπορεί να είναι φυσιολογική), η ιστορική ίαση δεν είναι συχνή.
Η θεραπευτική αγωγή βασίζεται σε διαιτητικά μέτρα (αποφυγή πολυφαγίας, τηγανητών, λιπαρών, καρυκευμένων φαγητών, αλκοόλ, καφέ, ασπιρίνης και άλλων αντιφλεγμονωδών φαρμάκων), στη χρήση φαρμάκων αλκαλικών, ανασταλτικών των εκκρίσεων, κατευναστικών του νευρικού συστήματος και προστατευτικών του βλεννογόνου από τη δράση του ελικοβακτηριδίου του πυλωρού. Στις περιπτώσεις που δεν πειθαρχούν στη συντηρητική αγωγή, καθώς και σε εκείνες που επιπλέκονται από γαστρορραγίες ή διάτρηση, καταφεύγουμε στη χειρουργική αντιμετώπιση με διάφορες μεθόδους. Η χειρουργική επέμβαση είναι συνηθέστερη στο έ. του στομάχου, λόγω πιθανότητας καρκινωματώδους εξαλλαγής.
* * *το (AM ἕλκος)πληγή, απώλεια ουσίας τού δέρματος ή τού βλεννογόνου που συνοδεύεται από αντίδραση τού συνδετικού ιστούμσν.- νεοελλ.πύοννεοελλ.φρ.1. «άτονο έλκος» — δυσίατο έλκος τών κάτω άκρων συνήθως, που προκαλείται από διαταραχές κυκλοφοριακής ή νευρικής αιτιολογίας2. «έλκος γαστροδωδεκαδακτυλικό» — έλκος τού στομάχου ή τού δωδεκαδάκτυλου3. «έλκος εκ κατακλίσεως» — πληγή σε σημεία επαφής τού σώματος με το επίπεδο στήριξης σε τραυματίες και ασθενείς με παρατεταμένη κατάκλιση4. «συφιλικό έλκος» ή «σκληρό έλκος» — μεταδοτικό έλκος που οφείλεται στην ωχρά σπειροχαίτη5. «μαλακό έλκος» — μεταδοτικό έλκος που αναπτύσσεται συνήθως στον βλεννογόνο τών γεννητικών οργάνωναρχ.1. πληγή, τραύμα2. πλήγμα, καταστροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έλκος συνδέεται με λατ. ulcus «πηγή, έλκος» και με αρχ. ινδ. arśas «αιμορροΐδες», ενώ η δασύτητα τής λέξεως οφείλεται πιθανόν σε παρετυμολογική επίδραση τού ρήματος έλκω.ΠΑΡ. αρχ. ελκαίνω, ελκήεις, ελκούμαι, ελκύδριον, ελκώδης].
Dictionary of Greek. 2013.